αμπελολάσι

αμπελολάσι
το
πληθώρα αμπελιών, τόπος που κατακλύζεται από αμπέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμπέλι + παραγ. κατάλ. -λάσι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -λάσι — β συνθετικό ουσιαστικών < μσν. λάσι < αρχ. ἔλασις, το οποίο δηλώνει αφθονία, πλησμονή. Στη λ. ἔλασις υπήρχε η έννοια τού πλήθους τών ελαυνομένων ζώων, που εύκολα γενικεύθηκε.Παραδείγματα λέξεων με λάσι: νεοελλ. αμπελολάσι, ανδρολάσι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”